- αγγρισμός
- ο (Μ ἀγγρισμός) [αγγρίζω]ερέθισμα, ενόχληση, πείραγμανεοελλ.(για ζώα) γενετήσιος οργασμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άγγρισμα — το [αγγρίζω] ο αγγρισμός* … Dictionary of Greek
αγγρίζω — (Μ ἀγγρίζω) ερεθίζω, ενοχλώ νεοελλ. 1. (για πληγή) ερεθίζω με ξύσιμο, αφορμίζω 2. (για ζώα) βρίσκομαι σε περίοδο οργασμού, οργώ προς συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρίζω, με ανάπτυξη ερρίνου. ΠΑΡ. ἀγγρισμός νεοελλ. άγγριση, άγγρισμα] … Dictionary of Greek